- σουπιά
- (sepia). Κοινό όνομα δεκάποδων κεφαλόποδων μαλάκιων, της τάξης των δεκάποδων της υφομοταξίας των διβραγχιωτών, του οποίου το επιστημονικό όνομα είναι σηπία. Ένα από τα κοινότερα είδη σ. είναι η σ. η φαρμακευτική (sepia qfficinalis), την οποία θ’ αναφέρουμε εδώ λεπτομερέστερα. Έχει σώμα ωοειδές και πεπιεσμένο. Το κεφάλι φέρει πλευρικά δυο μάτια πολύ αναπτυγμένα και στο μπροστινό τμήμα δέκα πλοκάμους. Δύο απ’ αυτούς, που λέγονται πλοκαμιαίοι βραχίονες και έχουν συλληπτήριες λειτουργίες, είναι ιδιαίτερα μακροί και συσταλτοί, με τα άκρα σε σχήμα ρόπαλου, εφοδιασμένου με πολλούς μυζητήρες· οι άλλοι οχτώ, η εσωτερική επιφάνεια των οποίων φέρει διάφορες σειρές μυζητικών νημάτων, χρησιμεύουν για να συγκρατούν τη λεία. Ο μανδύας, που περιβάλλει όλο το σώμα, παρουσιάζει πλευρικά δυο ελασμάτια, που λέγονται πτερύγια, τα οποία, κινούμενα κυματοειδώς, επιτρέπουν στη σ. να μετακινείται αργά ή να διατηρείται ακίνητη. Για να εκτελέσει γρήγορες κινήσεις, η σ. χρησιμοποιεί ένα χοανοειδή αγωγό που βρίσκεται στο πίσω κοιλιακό τμήμα της κεφαλής: μέσω ισχυρών μυϊκών συστολών, ο αγωγός εκσφενδονίζει προς την επιθυμητή διεύθυνση ρεύμα νερού που, λόγω αντίδρασης, κινεί το ζώο.
Η αναπνοή γίνεται μέσω δυο βράγχιων, που βρίσκονται στην κοιλότητα του μανδύα. Στην αρχή του πεπτικού συστήματος βρίσκονται δυο γνάθοι σε σχήμα ράμφους και ένα εξόγκωμα προικισμένο με μερικές σειρές χιτινωδών οδοντώσεων. Στο τελευταίο τμήμα του έντερου υπάρχει το έκκριμα (μελάνι) του μελανηφόρου αδένα που, μαζί με τα απορρίμματα του μεταβολισμού, εισάγεται στο χοανοειδή αγωγό: σε περίπτωση κινδύνου, συστέλλοντας το όργανο αυτό, η σ. εκσφενδονίζει το μελάνι που θολώνει πολύ τα γύρω νερά. Το όστρακο, που λέγεται σήπιο (κοινά σουπιοκόκαλο) και βρίσκεται στο εσωτερικό του μανδύα, έχει πεπιεσμένο ωοειδές σχήμα και αποτελείται κατά ένα μεγάλο μέρος από ανθρακικό ασβέστιο: όταν κονιοποιηθεί χρησιμοποιείται για τη λείανση μετάλλων και για την παραγωγή οδοντόπαστας. Το κυκλοφοριακό σύστημα της σ. είναι πιο περίπλοκο από των άλλων κεφαλόποδων· η καρδιά έχει μόνο μια κοιλία από την οποία ξεκινούν η μπροστινή και η πίσω αορτή και δύο κόλπους, στους οποίους εκβάλλουν τα αγγεία που προέρχονται απ’ τα βράγχια.
Η σ., συστέλλοντας τους χρωματοφόρους που βρίσκονται στο μανδύα, έχει τη δυνατότητα να αλλάζει χρώματα ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος ή άλλα περιστατικά.
Ιδιαίτερα, όταν επίκειται αγώνας, το σώμα γίνεται καφετί και τα μάτια, συνήθως γαλάζια, παίρνουν ένα κόκκινο χρωματισμό. Η σ. αναπαράγεται με αβγά, που εναποθέτονται σαν τσαμπιά σε φυτικά υπολείμματα: εξαιτίας της διάταξης τους, του μεγέθους τους και της σφαιροειδούς μορφής τους, τα αβγά λέγονται από τους ψαράδες «σταφύλια της θάλασσας». Η σ. είναι κοινή, έως το βάθος των 100 περίπου μ., στις ακτές της Μεσογείου, του Ατλαντικού και των βόρειων θαλασσών· συχνάζει γενικά σε αμμώδεις και λασπώδεις βυθούς, πλούσιους σε βλάστηση, και τρέφεται με ψάρια, καρκινοειδή και μαλάκια. Οι σ., που αποτελούν εύγευστη τροφή για τον άνθρωπο, είναι ιδιαίτερα περιζήτητες όταν βρίσκονται σε νεαρή ηλικία.
Σουπιές: κεφαλόποδα μαλάκια της τάξης των δεκαπόδων, που ζουν στις ακτές του Ατλαντικού της Μεσογείου και στις βόρειες θάλασσες.
Τσαμπιά αβγών σουπιάς.
* * *η, Νζωολ. κοινή ονομασία τών κεφαλοπόδων μαλακίων τού γένους σηπία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σηπία με τροπή τού -η- σε -ου- λόγω τής επίδρασης τού γειτονικού χειλικού -π- (πρβλ. κατηφής: κατσούφης)].
Dictionary of Greek. 2013.